- μακροπτόλεμος
- μακροπτόλεμος, -ον (Α)(κατά μεταφορά τού ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + πτόλεμος (πρβλ. λιπο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροπτολέμοιο — μακροπτόλεμος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπτολέμου — μακροπτόλεμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπτόλεμον — μακροπτόλεμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek